- εξαρνούμαι
- ἐξαρνοῡμαι, -έομαι (AM)(αποθ.) αρνούμαι επίμονα, διαψεύδω («οὔτοι τοῡτό γ' ἐξαρνήσομαι», Ευρ.)μσν.απαρνούμαι κάποιον εντελώς («πάντας ἐξηρνήσατο καὶ μετὰ μέναν ἦλθε», Διγ. Ακρ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐξαρνοῦμαι — ἐξαρνέομαι deny utterly pres ind mp 1st sg (attic epic doric) ἐξαρνέομαι deny utterly pres ind mp 1st sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έξαρνος — ἔξαρνος, ον (Α) [εξαρνούμαι] 1. αυτός που αρνείται με επιμονή («ὁ μὲν γὰρ ἔφησεν, ό δὲ διὰ τέλους ἔξαρνος ἦν», Αντιφ.) 2. αυτός που αποκρίνεται αρνητικά, που αρνείται ή διαψεύδει αποφασιστικά («ἔξαρνος ἦν τοῡ φόνου», Ιώσ.) … Dictionary of Greek
αρνούμαι — και νιέμαι (AM ἀρνοῡμαι, έομαι) 1. δεν παραδέχομαι κάτι σαν αληθινό 2. δεν αποδέχομαι κάτι που μου προσφέρεται 3. (αμτβ.) δεν συγκατατίθεμαι, δεν συμφωνώ 4. διακόπτω σχέσεις, αποκηρύσσω 5. αποκρούω, απορρίπτω 6. περιφρονώ, εγκαταλείπω. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
εξάρνησις — ἐξάρνησις, η (Α) [εξαρνούμαι] 1. απόλυτη άρνηση («καὶ κατηγορίας πέρι καὶ ἐξαρνήσεως», Πλάτ.) 2. εκκλ. αποκήρυξη, απάρνηση («ἐξάρνησις τοῡ βαπτίσματος», Ειρηναίος) … Dictionary of Greek
συνεξαρνούμαι — έομαι, Α απαρνούμαι ταυτοχρόνως με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξαρνοῦμαι «αρνούμαι επίμονα, διαψεύδω»] … Dictionary of Greek